ΒΟΥΒΩΝΟΚΗΛΗ

Η πιο συχνή μορφή κήλης είναι η βουβωνοκήλη, η οποία δημιουργείται πιο συχνά σε άνδρες από ότι σε γυναίκες. Πιο συγκεκριμένα, οι άντρες έχουν 8 με 10 φορές πιο αυξημένες πιθανότητες να την εμφανίσουν.  Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία και είναι είτε συγγενής (εκ γενετής) είτε επίκτητη (εμφανίζεται μεγαλώνοντας).

Μια βουβωνοκήλη εμφανίζεται όταν κάποιο ενδοκοιλιακό σπλάγχνο προβάλλει μέσω ενός αδύναμου σημείου του κατώτερου κοιλιακού τοιχώματος. Στα πρώιμα στάδια της πάθησης, ο ασθενής μπορεί να μην παρουσιάζει συμπτώματα. Όσο η κήλη αναπτύσσεται, εμφανίζεται το χαρακτηριστικό εξόγκωμα στη βουβωνική χώρα, το οποίο συνήθως γίνεται ορατό όταν ο ασθενής είναι σε όρθια στάση και υποχωρεί όταν είναι ξαπλωμένος. Η διόγκωση μπορεί να συνοδεύεται άλλοτε από ήπιο και άλλοτε από εντονότερο πόνο, ο οποίος συνήθως επιδεινώνεται με το γέλιο, το βήχα, κατά τη σωματική άσκηση κ.λπ, λόγω της αυξημένης ενδοκοιλιακής πίεσης που προκαλείται εκείνη τη στιγμή.

Παράγοντες κινδύνου

Παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη βουβωνοκήλης περιλαμβάνουν:

  • Το φύλο: Οι άνδρες έχουν οκτώ φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν βουβωνοκήλη από τις γυναίκες.
  • Η ηλικία: Οι μύες εξασθενούν καθώς μεγαλώνεις.
  • Οικογενειακό ιστορικό: Είναι πιο πιθανό να εμφανίσετε βουβωνοκήλη, σε περίπτωση που έχετε έναν στενό συγγενή (γονέα, αδερφό) που έχει την πάθηση.
  • Χρόνιος βήχας, όπως αυτός που οφείλεται στο κάπνισμα.
  • Χρόνια δυσκοιλιότητα: Η δυσκοιλιότητα προκαλεί καταπόνηση κατά τη διάρκεια των κινήσεων του εντέρου.
  • Εγκυμοσύνη: Η εγκυμοσύνη μπορεί να αποδυναμώσει τους κοιλιακούς μυς και να προκαλέσει αυξημένη πίεση μέσα στην κοιλιά σας.
  • Πρόωρος τοκετός και λιποβαρή νεογνά: Οι βουβωνοκήλες είναι πιο συχνές σε μωρά που γεννιούνται πρόωρα ή με χαμηλό βάρος.
  • Προηγούμενη βουβωνοκήλη ή αποκατάσταση κήλης: Ακόμη κι αν η προηγούμενη κήλη σας εμφανίστηκε στην παιδική ηλικία, διατρέχετε υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξετε άλλη βουβωνοκήλη.

Συμπτώματα

Όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, μια αρχόμενη κήλη μπορεί να είναι ασυμπτωματική. Σε πιο προχωρημένα στάδια, όπου υπάρχει αδυναμία ανάταξης της βουβωνοκήλης, αυξάνει η πιθανότητα στραγγαλισμού του εντέρου (περισφιγμένη βουβωνοκήλη), μια εξαιρετικά επικίνδυνη επιπλοκή, καθώς τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα του σπλάχνου.  

Πιο συγκεκριμένα, τα συμπτώματα της περισφιγμένης βουβωνοκήλης περιλαμβάνουν:

  • Ναυτία
  • Τάση για έμετο
  • Πυρετό
  • Οξύ πόνο που αυξάνεται
  • Αλλαγή του χρώματος της κήλης σε κόκκινο ή μωβ
  • Ταχυκαρδία
  • Αναστολή αποβολής κοπράνων και αερίων

Σε αυτή την περίπτωση, ο ασθενής θα πρέπει να αναζητήσει βοήθεια άμεσα, χωρίς καθυστέρηση.

 Πώς γίνεται η διάγνωση της βουβωνοκήλης;

Η κλινική εξέταση του ασθενούς είναι συνήθως αρκετή για τη διάγνωση της βουβωνοκήλης. Ο εξειδικευμένος χειρουργό μπορεί να προβεί σε μια ακριβή αξιολόγηση του μεγέθους και της ακριβούς τοποθεσίας της κήλης, αποκλείοντας παράλληλα την ύπαρξη άλλων συναφών παθήσεων.

Σημαντική συμπληρωματική εξέταση αποτελεί το λεγόμενο «δυναμικό»  υπερηχογράφημα της βουβωνικής χώρας,  δηλαδή με αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση, ούτως ώστε να φανεί ακόμη και η λανθάνουσα ή αρχόμενη κήλη. Παράλληλα, και η μαγνητική τομογραφία (MRI) ταχείας καταγραφής έχει ένδειξη στη διερεύνηση της πιθανότητας ύπαρξης βουβωνοκήλης, καθώς επιτρέπει τη δυναμική απεικόνιση, συμβάλλοντας στην αποκάλυψη ακόμη και πολύ μικρών κηλών.

Θεραπεία βουβωνοκήλης

Όταν η βουβωνοκήλη διαγνωστεί, πρέπει το συντομότερο δυνατό να αντιμετωπιστεί, καθώς συν τω χρόνω χειροτερεύει, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος σοβαρών επιπλοκών, όπως η περίσφιξη.

Η μόνη θεραπεία για την αποκατάσταση της βουβωνοκήλης είναι η χειρουργική επέμβαση, η οποία συνίσταται στην ανάταξη της κήλης και πλαστική αποκατάσταση με τοποθέτηση πλέγματος. Η εν λόγω αποκατάσταση μπορεί να γίνει με ανοιχτή (π.χ. Shouldice, Bassini, Lichtenstein) ή λαπαροσκοπική προσπέλαση (ΤΕP- TAP), oι οποίες χρησιμοποιούνται ευρέως τα τελευταία χρόνια.

Ποια είναι τα πλεονεκτήματα της χειρουργικής τεχνικής ΤΕP;

H μέθοδος ΤΕP αποτελεί την πλέον καταξιωμένη μέθοδο λαπαροσκοπικής – ενδοσκοπικής επέμβασης, καθώς συνοδεύεται από ελάχιστο μετεγχειρητικό πόνο, διασφαλίζοντας παράλληλα, χαμηλότερα ποσοστά υποτροπής συγκριτικά με τις υπόλοιπες μεθόδους χειρουργικής αποκατάστασης των κηλών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μέθοδος χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της υποτροπής χειρουργημένης βουβωνοκήλης  με κλασική μέθοδο είτε με πλέγμα είτε χωρίς.

Η επέμβαση επιτελείται στον προπεριτοναϊκό χώρο, δηλαδή εκτός της κοιλιακής κοιλότητας, κάτωθεν των μυών, στον χώρο ακριβώς όπου δημιουργείται η κήλη, γεγονός που σημαίνει ότι δεν διενεργούνται χειρισμοί στα ενδοκοιλιακά όργανα. Συνεπώς, αφήνεται ανέπαφη η κοιλιακή κοιλότητα, κάτι που καθιστά τη μέθοδο ακόμα πιο ανώδυνη για τον ασθενή, εκμηδενίζοντας παράλληλα τις πιθανότητες δημιουργίας ενδοκοιλιακών συμφύσεων μετεγχειρητικά.

Πιο συγκεκριμένα, η επέμβαση  απαιτεί την πραγματοποίηση 3 μικροτομών, οι οποίες δεν ξεπερνούν τα 5 χιλιοστά η καθεμία. Ο χειρουργός εισάγει προσεκτικά το λαπαροσκόπιο (μικροκάμερα), το οποίο είναι συνδεδεμένο με μία οθόνη υψηλής ευκρίνειας,  ώστε ο χειρουργός να έχει λεπτομερή εικόνα της περιοχής στην οποία επεμβαίνει. Η κήλη ανατάσσεται και τοποθετείται ένα βιοσυμβατό πλέγμα δημιουργώντας ένα «καινούριο», ισχυρό τοίχωμα, αποτρέποντας την εμφάνιση της κήλης μελλοντικά.

Η εν λόγω επέμβαση πραγματοποιείται υπό γενική αναισθησία. Δεδομένου ότι η ανατομία της βουβωνικής περιοχής παρουσιάζει πολλά αγγεία και νεύρα, η λαπαροσκοπική/ενδοσκοπική  επέμβαση βουβωνοκήλης απαιτεί μακρά εμπειρία και εξειδίκευση από τον χειρουργό, μεγαλύτερη ίσως από αυτή που απαιτείται για την αποκατάσταση των άλλων μορφών κήλης.